- φιλοπρωτείᾳ
- φιλοπρωτείᾱͅ , φιλοπρωτείαlove for the first rankfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπρωτεία — και δ. γρφ. φιλοπρωτία, η, ΝΜΑ [φιλοπρωτεύω] 1. το να επιδιώκει κανείς τα πρωτεία, το να επιδιώκει κανείς να είναι πάντοτε πρώτος 2. (κατ επέκτ.) φιλαρχία, αρχομανία … Dictionary of Greek
φιλοπρωτείας — φιλοπρωτείᾱς , φιλοπρωτεία love for the first rank fem acc pl φιλοπρωτείᾱς , φιλοπρωτεία love for the first rank fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπρωτείαν — φιλοπρωτείᾱν , φιλοπρωτεία love for the first rank fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπροτιμία — ἡ, Α φιλοπρωτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προτιμία (< πρότιμος «άξιος περισσότερης τιμής από κάποιον άλλο»)] … Dictionary of Greek
φιλοπρωτία — η, Ν (δ. γρφ.) βλ. φιλοπρωτεία … Dictionary of Greek
φιλόπρωτος — η, ο / φιλόπρωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που επιθυμεί να έχει πάντα τα πρωτεία, που αγωνίζεται να είναι πάντα πρώτος 2. αρχομανής, φίλαρχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπρωτον η φιλοπρωτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρῶτος (πρβλ. παντά πρωτος)] … Dictionary of Greek
ԱՌԱՋՆՈՐԴԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0291 Chronological Sequence: Early classical գ. φιλοπρωτεία primi loci cupiditas Սէր առաջնորդութեան. *Բազում ցանկութեամբ առաջնորդասիրութեամբ ետ զանձն իւր (մոնտանոս) ճանապարհ լինել թշնամւոյ. Եւս. պտմ. ՟Ե. 16 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)